[236] νεῖκος, τό (mit νίκη zusammenhangend?), Zank, Streit; mit Worten, Wortwechsel, auch Schimpfen beim Streit, Vorwurf, Αἶαν νείκει ἄριστε, Il. 23, 483, νείκει ὀνειδίζων, 7, 95. 20, 251 u. öfter, Od. 8, 75; auch Streit vor Gericht, Il. 18, 497, κρίνων νείκεα πολλὰ δικαζομένων, Od. 12, 440; – Kampf, Gefecht; ἥ σφιν καὶ τότε νεῖκος ὁμοίϊον ἔμβαλε μέσσῳ, Il. 4, 444, Ἠλείοισι καὶ ἡμῖν νεῖκος ἐτύχϑη, 11, 671, νεῖκος ὀρεῖται φυλόπιδος, 20, 140; Hom. verbindet ἔρις καὶ νεῖκος ἐφῆπται, Il. 21, 513, πόλεμος καὶ νεῖκος ὄρωρεν, 12, 348 u. öfter, ὁππότε νεῖκος ὀρώρηται πολέμοιο, 13, 271, ἔριδος μέγα νεῖκος, 17, 384, ἔκριναν μέγα νεῖκος ὁμοιΐου πολέμοιο, Od. 18, 264, wie Pind. ἔσχον νεῖκος πολέμοιο, I. 6, 36; νεῖκος κρεσσόνων ἀποϑέσϑαι, Ol. 11, 41; βαρύσφι νεῖκος ἔμπαξε, N. 6, 52, öfter; auch bei Aesch. oft, λυτὴρ νεικέων, Spt. 923, vgl. Suppl. 913, μηδὲ πόλει νεῖκος γένηται, 353; ἀρϑεὶς νεικέων ἐξ ἀμφιλόγων, Soph. Ant. 111, öfter; λύω νεῖκος πατρί, Eur. Hipp. 1442; ἔχειν νεῖκος πρὸς ἄνδρα, Heracl. 982, öfter. Bei Her., der auch den plur. braucht, nicht selten von dem Streit zweier Völker, νεῖκος. πρὸς τοὺς Καρχηδονίους, 7, 158. 8, 87, wie Xen. Cyn. 1, 17, εἰ πρὸς τοὺς βαρβάρους τῇ Ἐλλάδι νεῖκος ἢ πόλεμος; – διὰ νεῖκός τι, Plat. Soph. 243 a; einzeln bei Sp.