[257] νιφόεις, εσσα, εν, schneeig, voll Schnee; ὄρος, Il. 13, 754; Θρῃκῶν ὄρεα νιφόεντα, 14, 227; Οὔ. λυμπος, 18, 616, u. sonst von hohen Bergen; Αἴτνα, Pind. I. 6, 5; Παρνασσός, Soph. O. R. 473; σκόπελος, Ar. Nubb. 274; κρυμός, Antiphil. 8 (VI, 252).