[265] νοτερός, naß, seu cht, auch nässend, feucht machend; νοτερὰν πέπλων πτύχα, Eur. Suppl. 978; νοτερῷ βλεφάρῳ, Alc. 601; ὕδωρ, Ion 149; sp. D., ὄμμα, Maec. 3 (V, 130), ἀνεμώνη, Rufin. 15 (V, 74), ϑάλαττα, Add. 6; u. in Prosa; χειμών, Thuc. 3, 21; τὸ νοτερὸν καὶ ὁμιχλῶδες, Tim. Locr. 99 c; Ggstz von ξηρός, Plat. Tim. 82 a; τὰ νοτερὰ τῆς σαρκὸς καὶ ἁπαλά, 65 d; Sp., wie Plut.