[269] νυμφικός, = νυμφίδιος; ἑδώλια, Aesch. Ch. 69; τὰ νυμφικὰ λέχη, Soph. O. R. 1242; τὰ νυμφικὰ τέλη λαχὼν εἰν Ἅιδου δόμοις, Ant. 1225; νυμφίοισι παρϑένοις, Eur. I. A. 741; λουτρόν, Ar. Lys. 378; λέκτρα, Diod. 9 (VII, 627); – τὰ νυμφικά, Plat. Legg. VI, 783 d.