[258] νόημα, τό (das Wahrgenommene, nur in geistiger Beziehung), der Gedanke; νέες ὠκεῖαι, ὡςεὶ πτερὸν ἠὲ νόημα, Od. 7, 36, schnell wie der Gedanke (vgl. ϑᾶττον νοήματος ὑπηρετεῖν Xen. Mem. 4, 3, 13); τίπτε δέ τοι, φίλε τέκνον, ἐνὶ φρεσὶ τοῦτο νόημα ἔπλετο; Od. 2, 363, öfter; übh. Sinnesart, Sinn, Hes. O. 128; αἰεί τοι τοιοῦτον ἐνὶ στήϑεσσι νόημα, Od. 13, 330; Ζεὺς αὐτὸς ἐνὶ φρεσὶ τοῦτο νόημα ποίησε, 14, 273; νοήματα ἐκτελέει, Il. 10, 104, u. öfter so im plur. – Uebh. Denkkraft, Verstand, Il. 19, 218; μνηστῆρσι δὲ Παλλὰς Ἀϑήνη παρέπλαγξε νόημα, Od. 20, 346; σοφώτατα νοήματα παραδεξαμένους, Pind. Gl. 7, 72; Ar. Nubb. 230. 695; u. in Prosa, Plat. Parm. öfter; auch Absicht, Entschluß, Polit. 260 d.