[260] νόμιμος, ον, dem Gebrauche, der Sitte, dem Gesetze gemäß; Her. 2, 79; ἄλλα ἄλλοις νόμιμα, Pind. frg. 152; τὰ νόμιμα, die Satzungen, Gesetze, Aesch. Spt. 316, wie Soph. ἄγραπτα κἀσφαλῆ ϑεῶν νόμιμα, Ant. 451; νόμιμα πάσης συγχέαντες Ἑλλάδος, Eur. Suppl. 311; νόμιμ' ἀτίζοντες ϑεῶν, 19; u. in Prosa, πάνϑ' ὁπόσα κεῖται νόμιμα, Plat. Polit. 305 b; auch καὶ τὰ νόμιμα καὶ οἱ νόμοι verbunden, Crit. 53 c; τὰ εἰωϑότα νόμιμα, Phaedr. 265 a (wie τὰ νόμιμα εἰϑισμένοι Lycurg. 25; vgl. τὸ νόμιμον ἔϑος ποιῶν Dem. 19, 234); τῶν τοιούτων νομίμων καὶ ἐπιτηδευμάτων, Legg. VI, 772 b; also Herkommen, Gewohnheitsrecht, obwohl νόμιμα ϑέσϑαι, Theaet. 172 a, an νόμους ϑέσϑαι erinnert; bes. auch das bei der Bestattung Uebliche, νόμιμα μὴ κλέπτειν νεκρῶν, Eur. Bel. 1293; gesetzlich, rechtmäßig, οἱ μὴ νόμιμοι παῖδες, Phoen. 822; Plat. erkl. τῆς ψυχῆς τάξεσί τε καὶ κοσμήσεσι δοκεῖ ὄνομα εἶναι νόμιμόν τε καὶ νόμος, Gorg. 5040; οὐ γὰρ ἐπιχώριον ὑμῖν τοῦτο [260] οὐδὲ νόμιμον, Legg. I, 639 d; Ggstz παράνομος, Rep. VII, 539 a; vgl. II, 359 a, ὀνομάσαι τὸ ὑπὸ τοῦ νόμου ἐπίταγμα νόμιμόν τε καὶ δίκαιον; von Menschen, νόμιμοι καὶ κόσμιοι, Gorg. 504 d, rechtlich; vgl. αἱ νόμιμοι γρᾶες, Diotim. 6 (VII, 733), wie auch im adv., Plat. Conv. 182 a, vrbdn ist κοσμίως γε καὶ νομίμως ὁτιοῦν πρᾶγμα πραττόμενον, wie es nach dem Herkommen sich gebührt; τὸν ἀμαϑέστερον ὑπὸ σοφωτέρου νόμιμόν ἐστι δεδέσϑαι, Xen. Mem. 1, 2, 49, öfter, wie Sp., τὰ κοινὰ τῶν ἀνϑρώπων ἔϑη καὶ νόμιμα, Pol. 4, 67, 4, vgl. 6, 56, 1; μὴ νομίμως, ἀλλὰ δεσποτικῶς ἄρχειν, 2, 41, 5; νομιμώτατα, D. C. 78, 13.