[252] νήνεμος, ον (νη – ἄνεμος), ohne Wind, windstill; αἰϑήρ, Il. 8, 556; πόντος ἐν μεσημβριναῖς κοίταις ἀκύμων νηνέμοις εὕδοι πεσών, Aesch. Ag. 566; αἴϑρη, Ar. Av. 778; Sp.; übh. still, ruhig, φρόνημα μὲν νηνέμου γαλάνας, Aesch. Ag. 720; νήνεμον δ' ἔστησ' ὄχλον, Eur. Hec. 531; übertr., ψυχή, Plut. de genio Socrat. 20.