[272] νώδυνος (νη – ὀδύνη), = ἀνώδυνος, schmerzlos, νώδυνον κάματον ϑῆκε, Pind. N. 8, 50. – Bei Soph. Phil. 44, ἢ φύλλον εἴ τι νώδυνον κατεῖδέ που, ist es trans., schmerzstillend, Schol. παυσώδυνον.