[228] νᾱμα, τό, das Fließende, der Quell, das Naß; Aesch. Prom. 808; Κασταλίας, Soph. Ant. 1117; Δίρκης, Eur. Phoen. 102; ποτάμιον, Cycl. 98; auch πυρός, Med. 1187; von den Thränen, δακρύων ῥήξασα ϑερμὰ νάματα, Soph. Tr. 915; ὄσσων Eur. Herc. Fur. 625; νᾶμα βάκχιον, Ar. Eccl. 14 u. sp. D., wie νᾶμα Βρομίου, Anacr. 44, 11; u. in Prosa, wie Plat. ἄφϑονα κρηνῶν καὶ ποταμῶν νάματα, Critia. 111 d; τὰ ἐκ Διὸς ἰόντα νάματα, Regen, Legg. VIII, 844 b; u. übertr., τὸ λόγων νᾶμα κάλλιστον καὶ ἄριστον πάντων ναμάτων, Tim. 75 e; ἐξ ἀλλοτρίων ποϑὲν ναμάτων διὰ τῆς ἀκοῆς πεπληρῶσϑαι, Phaedr. 235 c; Sp., Luc. Herm. 60; Plut. öfter.