[304] οἰκτρός (οἶκτος), mitleidswerth, beklagenswerth, elend; Hom. vrbdt οἴκτρ' ὀλοφύρεσϑαι, erbärmlich klagen, z. B. Od. 4, 719; τούτων καὶ οἰκτρότερ' ἄλλ' ἀγορεῦσαι, 11, 381; οἰκτροτάτην ἤκουσα ὄπα, 421; vgl. Soph. κατά μοι βόασον οἰκτρὰν ὄπα, τοῖς ἔνερϑ' Ἀτρείδαις, die klagende Stimme, El. 1067; οἰκτροὺς λόγους, Eur. I. A. 981, οἰκτρὸν δάκρυ, Suppl. 96, οἰκτρὸν ἀνεβόασεν, Hel. 184; συμφορᾶς οἰκτρᾶς, Pind. Ol. 7, 77; οἰκτροτάτῳ ϑανάτῳ, P. 3, 42; στένουσιν ἄλγος οἰκτρόν, Aesch. Prom. 433; ἄλοχος, Suppl. 59; ὡς οἰκτρῶς ἔχω, Soph. Tr. 1069; bei Eur. im superl., οἰκτρότατα ἄχεα, Med. 649; in Prosa, ἕτερα τούτου πεπόνϑαμεν οἰκτρότερα, Her. 7, 46; οἰκτρὸν ἂν εἴη τὸ πάϑος, Plat. Phaed. 90 c; Folgde; bei Agath. 4 (V, 216) οἰκτρότατος im Ggstz von ὑπερφίαλος. Den unregelmäßigen superl. οἴκτιστος s. oben.