[306] οἰνο-πέδη, ἡ, Weinland, Weinberg; οἷος πρώτης ἀπ' οἰνοπέδης ἦλϑες Διόνυσε, Gaetul. 9 (XI, 409); auch adj., οἰνοπέδῃσι φυτηκομίῃσι, Opp. Cyn. 4, 331.