[307] οἰνο-χοέω, Mundschenk sein, Wein einschenken; δαιτρεῠσαί τε καὶ ὀπτῆσαι καὶ οἰνοχοῆσαι, Od. 15, 322; ἐῳνοχόει, 20, 255; νέκταρ ἐῳνοχόει, Il. 4, 3; aber οἰνοχόει lies't Bekker für ᾠνοχόει Il. 1, 598; Xen. Cyr. 1, 3, 8; τινί, Pol. 14, 11, 2; Sp.