[307] οἰνόω, mit Wein beranschen; gew. pass., οἰνωϑέντες, Od. 16, 292. 19, 11; δεδορκὸς ὄμμα μηδ' ἄγαν οἰνωμένον, Aesch. Suppl. 404; δείπνοις ἡνίκ' ἦν οἰνωμένος, Soph. Tr. 267; οἰνωμένας κρατῆρι, Eur. Bacch. 686; πλεύνως οἰνωμένοι, Her. 5, 18; Arist. u. Sp., wie Plut.; D. L. 7, 118 unterscheidet οἰνωϑήσεσϑαι τὸν σοφόν φασιν, οὐ μεϑυσϑήσεσϑαι.