[297] οἰᾱκίζω, ion. οἰηκίζω, lenken, wenden, handhaben; τελαμῶσι σκυτίνοισι οἰηκίζοντες τὰς ἀσπίδας, Her. 1, 171; παιδεύουσι τοὺς νέους οἰακίζοντες ἡδονῇ καὶ λύπῃ, Arist. Eth. 10, 1; Sp., wie Pol. 8, 8, 2, D. Sic. 18, 59.