πάρ-εδρος

[510] πάρ-εδρος, daneben, dabei sitzend oder seiend, bes. subst. Beisitzer, bei einem Gerichte oder einem andern Staatsamte; τῷ βασιλεῖ σημαίνει τις τῶν παρέδρων, Her. 8, 138; vgl. Harpocr., der aus Arist. anführt λαμβάνουσι δὲ παρέδρους ὅ τε ἄρχων [510] καὶ ὁ πολέμαρχος, δύο ἑκάτερος, οὓς ἂν βούληται καὶ οὗτοι δοκιμάζονται ἐν τῷ δικαστηρίῳ πρὶν παρεδρεύειν. Uebh. Theilnehmer, Genosse, τινός, Pind. P. 4, 4; ἵμερος εὐλέκτρου νύμφας τῶν μεγάλων πάρεδρος ἐν ἀρχαῖς ϑεσμῶν, Soph. Ant. 792; τᾷ σοφίᾳ παρέδρους ἔρωτας, Eur. Med. 843; γύναι πάρεδρος χαλκέοις ὅπλοις, Troad. 572; Tischgenosse, Her. 5, 18 u. Folgde.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 510-511.
Lizenz:
Faksimiles:
510 | 511
Kategorien: