[603] πέσημα, τό, 1) der Fall, das Hinstürzen; ἀνδρῶν πεσήματα γίγνεται πολλά, Aesch. Suppl. 915; ὄλωλε ϑανασίμῳ πεσήματι, Soph. Ai. 1022; Μυρτίλου πέσημ' ἐκ δίφρου, Eur. Or. 1548; ἀναΐξας πεσήματος, I. T. 315; πεσήμασι στέγης, Herc. Fur. 1007, u. öfter, wie einzeln bei sp. D., Ep. ad. 463 (IX, 158); auch Plut., πεσήματα ἀνδρῶν, de cur. 5. – 2) das, was gefallen, ausgefallen ist.