[615] πίλημα, τό, 1) gekrämpte, gefilzte Wolle oder Haare, Filz, alles aus Filz Gemachte, Sp., auch πῖλος, pileus, Callim. frg. 125. – 2) übh. alles Verdichtete, wie λημνίσκων πιλήματα χρυσᾶ Ath. V, 210 d; πίλημα λαμβάνων τῆς πολυτελεστάτης πορφύρας, Ath. XII, 535 e; Plut. u. a. Sp.; von Wolken, Arist. mund. 4; Poll. 2, 233 erkl. σὰρξ πίλημα μαλακόν, λιπαρόν.