[616] πίμπρημι, im Präs. u. Impf. ganz nach ἵστημι, die übrigen tempp. s. unter πρήϑω (über das Wegfallen des μ der Reduplication vgl. ἐμπίπρημι), entzünden, verbrennen; πιμπράναι νεώς, Aesch. Pers. 796; ναῦς πιμπράναι πυρί; Eur. Troad. 81; πίμπρη, Ion 527; ἐπίμπρας Ἐρεχϑέως δόμους, 1293; πιμπράμενος, Ar. Lys. 341; in Prosa selten, οὐ μετρίως ἐπὶ τούτοις πίμπραμαι, Luc. iud. voc. 8.