[621] πίστωμα, τό, Versicherung, Bestätigung, wie πίστις, πιστόν; Διὸς πιστώματα, Aesch. Eum. 205; ὅρκος ἐμμένει πιστώμασιν, Ch. 971; er nennt auch Menschen γηραλέα πιστώματα, Pers. 167, = πιστοὶ γέροντες. – Arist. rhet. 1, 15.