[438] παιγνι-ώδης, ες, scherzhaft, spielend, spottend, Plut. u. a. Sp.; τὸ παιγνιῶδες, Scherzhaftigkeit, muntere Laune, τοῦ ϑανάτου παρεστηκότος μήτε τὸ φρόνιμον μήτε τὸ παιγνιῶδες ἀπολιπεῖν ἐκ τῆς ψυχῆς, Xen. Hell. 2, 3, 56; ὑπὸ τοῦ οἴνου ἀναπειϑόμενοι πρὸς τὸ παιγνιωδέστερον ἀφιξόμεϑα, Conv. 2, 26. – Auch adv., Sp., wie Schol. Ar. Plut. 590.