[446] παλαίωσις, ἡ, das Altmachen, Altwerden; οἶνος χαριέστατος εἰς παλαίωσιν, Ath. I, 33 b; οἴνῳ μὲν ὠφέλιμον, ἐλαίῳ δ' ἀσύμφορον παλαίωσις, Plut. Symp. 7, 3, 4; a. Sp.; Schol. Ar. Ran. 868 erkl. μῆνις = ὀργὴ εἰς παλαίωσιν ἀποτιϑεμένη.