[447] παλιγ-γενεσία, ἡ, Wiedergeburt, Wiederaufleben, Erneuerung; ἐκ ϑανάτου, Long. 3, 4; ἀπ οϑανοῦσα μυῖα ἀνίσταται καὶ παλιγγενεσία τις αὐτῇ καὶ βίος ἄλλος ἐξ ὑπαρχῆς γίγνεται, Luc. enc. muscae 7; a. Sp.; Auferstehung, N. T.