[450] παλιν-δικία, ἡ, Erneuerung eines Rechtshandels; πολλὰς διαδόσεις καὶ παλινδικίας εὑρίσκοντας Plut. Dem. 6; Sp., παλινδικίας διδοὺς τοῖς ἀδίκως κατακριϑεῖσι Hdn. 7, 6, 7.