[450] παλιν-δρομέω, zurück-, rückwärtslaufen, zurückkehren; Hippocr.; Her. vit. Hom. 19; ἀντιπνεύσαντος πελαγίου ἐπαλινδρόμησε, Plut. Cic. 22; von Schiffen, D. Sic. 20, 74; a. Sp.; übertr., παλινδρομήσαντα πρὸς τὰς τῶν Καρχηδονίων ἐλπίδας, Pol. 7, 3, 8.