[500] παρά-στημα, τό, Gefaßtheit, τῷ παραστήματι τῆς ψυχῆς πλεονεκτοῠντες ἐνεκαρτέρουν τοῖς δεινοῖς, D. Sic. 17, 11; D. Hal. de adm. vi Dem. 22 u. a. Sp. – Der Antrieb, ϑείῳ τινὶ παραστήματι κινηϑεῖσα, D. Hal. 8, 39; – Ermahnung, Lehre, M. Ant. 3, 11.