[479] παρα-θραύω, (s. ϑραύω), daneben od. dabei abbrechen, Sp.; übertr., τὸ ἐπ ιεικὲς καὶ ξύγγνωμον τοῠ τελέου καὶ ἀκριβοῦς παρὰ δίκην τὴν ὀρϑήν ἐστι παρατεϑραυσμένον, v. l. παρατεϑραυμένον, abgebrochen, geschwächt, Plat. Legg. VI, 757 e. – Suid. erkl. παραϑραύοντες auch intr. ταλαιπωροῦντες.