παρα-κινδῡνευτικός

[483] παρα-κινδῡνευτικός, ή, όν, waghaft, gewagt; λόγος, Plat. Soph. 242 b; παρακινδυνευτικοῠ λόγου ἅψασϑαι, Dem. 25, 43; Sp.; auch adv., ὡς προϑύμως καὶ παρακινδυνευτικῶς μέλλω λέγειν, Plat. Rep. VI, 497 e.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 483.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: