[493] παρα-πίπτω (s. πίπτω), daneben hinfallen, ἐγγὺς τῶν τειχῶν τὸ σῶμα παραπεπτωκός, Plut. Lys. 29; – einfallen, sowohl von feindlichen Einfällen, Pol. 2, 53, 6 u. öfter, als zufällig dazukommen, hingelangen, κατὰ τύχην παραπεσοῦσα νηῦς, Her. 8, 87; εἴ ποϑεν ἀέλπτως παραπέσοι σωτηρία, Eur. Or. 1173; εἰς πόλιν, Pol. 4, 80, 9; ἀνελπίστως παρέπεσεν εἴς τινα σκηνήν, 15, 28, 4, vgl. παραπεσούσης ἐκ Μεταποντίου βοηϑείας εἰς τὴν ἄκραν, 8, 36, 1; ὁπότε καιρὸς παραπέσοι, Xen. Hipparch. 7, 4, wie Plat. ὁπόταν δόξῃ τις παραπεπτωκέναι καιρός, Legg. VIII, 842 a; τῷ παραπεπτωκότι λόγῳ, 832 b, wie τὸν νῦν δὴ παραπεσόντα λόγον λέγω, Phil. 14 c, öfter; auch ϑαυμαστὸν κτῆμα παραπεσεῖν τοῖς Ἕλλησιν, sei ihnen zu Theil geworden, Legg. III, 686 d; καιρὸς παραπίπτει, die Gelegenheit kommt vor, vgl. Dem. 1, 8; Alcidam. sophist. 674, 34; Pol. 1, 75, 9 u. öfter; ὁ παραπεσών = τυ [493] χών, Plut. Galb. 8; – vorbeikommen, überholen, τοὺς διώκοντας, Pol. 11, 15, 2; – danebenfallen, verfehlen, τῆς ὁδοῦ, 3, 54, 5; übertr., τῆς ἀληϑείας, die Wahrheit verfehlen, 12, 7, 2; πολύ τι παρέπεσε τοῠ καϑήκοντος, 8, 13, 8; vgl. noch Xen. Hell. 1, 6, 4, διαϑροούντων ἐν ταῖς πόλεσιν, ὅτι Λακεδαιμόνιοι μέγιστα παραπίπτοιεν ἐν τῷ διαλλάττειν.