[495] παρα-ποδίζω, die Füße verstricken, übh. verwickeln, hindern; φοβούμενος, μή πη παραποδισϑείη, Plat. Ep. VII, 330 b; μὴ παραποδισϑῶμεν, Legg. II, 652 b, täuschen, wie Poll. erkl. παρατραπῶμεν, ἐξαπατηϑῶμεν; Pol. παραποδίζειν τὴν τῶν ὅπλων χρείαν, 2, 28, 8; παραποδίζεσϑαι πρὸς τὰς χρείας, S. Emp. adv. gramm. 193.