[500] παρα-στρέφω (s. στρέφω), verdrehen, παρέστραπται δέ οἱ ὄσσε, Nic. Ther. 758; Galen.; – übertr., σμικρὰ πάνυ παραστρέφοντες (die Wörter) τἀναντία ποιεῖν σημαίνειν, Plat. Crat. 418 a; τὴν μοῖραν ἐς τὸ μὴ χρεὼν παραστρέφων, Eur. bei Stob. Floril. 76, 10; u. so bes. zum Schlechtern verändern, αἱ ψυχαὶ παρεστραμμέναι τῆς κατὰ φύσιν ἕξεως, Arist. pol. 8, 7.