[507] παρα-φυλάσσω, bewachen, beobachten, wahrnehmen; τὸ τῆς νεὼς ξυμφέρον, Plat. Polit. 297 a; τὰς σπονδὰς ἐπεσκεμμένον καὶ παραπεφυλαχότα, Legg. I, 632 a; mit folgdm ὥςτε, 628 a; ὅπως μή, IV, 715 a; παραφυλάττουσιν ἀλλήλους, ἐάν τι ῥᾳδιουργῶσι, Xen. Lac. 4, 4; ὡς πολέμιον, Pol. 7, 3, 9; schützen, ἐλευϑερίαν, 2, 58, 2; auch med., παραφυλάττεσϑαί τινα, sich vor Einem hüten, 16, 14, 10 u. öfter (wie τὸν στόλον Plut. Timol. 7); aber auch παραφυλάττεσϑαι τὴν χώραν = das Land schützen, 5, 92, 8.