[521] παρθεν-οπίπης (ὀπιπτεύω), ὁ, Jungfrauengaffer, der nach den Mädchen guckt; voc. παρϑενοπῖπα, Il. 11, 385; VLL. erkl. περιβλέπων τὰς παρϑένους; vgl. γυναικοπίπης, παιδοπίπης, οἰνοπίπης.