[530] παρώνυμος, von einem Namen, Worte abgeleitet, danach gebildet, benannt; γραμματικὸς παρ. ἀπὸ τῆς γραμματικῆς, Arist. categ. 1; bes. Gramm. – Auch adv, ἀπ' οὐδενὸς γένους παρωνύμως ἡ κατηγορία κατὰ τοῦ εἴδους λέγεται, Arist. top. 2, 4; Sp.