παρ-αιρέω

[480] παρ-αιρέω (s. αἱρέω), Etwas woneben od. wovon wegnehmen, entziehen, τί τινος; ϑεὸς τῶν ἀδίκων παραιρῶν φρονήματος αἰεί, Eur. Heracl. 908; Hipp. 1004; Thuc. 3, 89; τῶν ἐκείνων ὀχυρῶν ὡς πλεῖστα παραιρεῖν, Xen. Cyr. 6, 1, 15; – fortnehmen, wovon, ὧν τὴν μίαν παρεῖλες, Eur. Hipp. 1316; παρῃρηκὼς πᾶν τὸ στασιῶδες τῆς δυνάμεως, Pol. 1, 9, 6; u. im med., τὰ πράγματα παρείλοντο ἡμῶν, Dem. 19, 29; τὰ ὅπλα, Xen. Hell. 2, 3, 20; Κλεομένους παρῃρημένου Τεγέαν, Pol. 2, 46, 2; auch τινά τινος, von Einem, Eur. I. A. 25; Xen. Mem. 1, 6, 1; öfter Pol. u. a. Sp.; selten παρείλετο τὰς ἀγορὰς τοῖς στρατοπέδοις, Pol. 1, 18, 9, vgl. 25, 1.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 480.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: