[571] περί-βολος, ὁ, das Umgebende, Einschluß, Gehäge; Eur. Troad. 1141; ϑώρακ' ἐχίδνης περιβόλοις ὡπλισμένον, Ion 993; auch adjectivisch, στέφεα περίβολα, I. A. 1477; – Mauern, Thuc. 1, 89. 90 und öfter, wie Plat. ἐν αὐτῷ τῷ τῆς πόλεως περιβόλῳ καὶ προαστείῳ, Legg. VI, 759 a; οἰκήσεων, Rep. VIII, 548 a, u. sonst; Folgde, πόλις κατὰ τὸ περίβολον οὐ μεγάλη, Pol. 4, 65, 3, öfter.