[573] περί-δρομος, herumlaufend; γυνή, ein herumlaufendes Weib, das sich liederlich umhertreibt, Theogn. 581; ἴδε με τὰν ἱκέτιν φυγάδα περίδρομον, Aesch. Suppl. 345; κύνες, Ar. Ran. 473; πλῆμναι περίδρομοι, umlaufende od. runde, Il. 5, 726, wie ἄντυγες, 728; aber αὐλὴ ὑψηλὴ περίδρομος, Od. 14, 7, wie κολώνη περίδρομος ἔνϑα καὶ ἔνϑα, Il. 2, 812, vgl. Od. 14, 7, zu umlaufen, also frei gelegen, frei stehend; αἶπεινοῖσι περίδρομος οὔρεσι γαῖα, Ap. Rh. 3, 1085; Nonn. D. 25, 388. – Umgebend, umhüllend, κύτος, Aesch. Spt. 477; περιδρόμῳ ἴτυος ἕδρᾳ, Eur. El. 458 (s. das Folgde).