[570] περι-βόλαιον, τό, was man umwirft, Umwurf, Kleid; ϑανάτου περιβόλαι' ἀνήμμεϑα, Eur. Herc. Fur. 549; auch σαρκὸς περιβόλαια ἐκτησάμ ην ἡβῶντα, ib. 1269, d. i. ἤβησα; auch in späterer Prosa, ἅμαξαι ἁλουργοῖς καὶ ποικίλοις περιβολαίοις, Plut. Alex. 67.