[572] περι-δείδω (s. δείδω), sehr fürchten; Hom. im perf. u. aor., τῇ δὲ δὴ αἰνότατον περιδείδια μή τι πάϑωμεν, Il. 13, 52, ὅσσον ἐμῇ κεφαλῇ περιδείδια, μή τι πάϑῃσιν, 17, 242, u. c. gen., οὔτι τόσον νέκυος περιδείδια, 17, 240, u. τινί, um Einen, πᾶσι περιδδείσασα ϑεοῖσιν, 15, 123, wie 21, 328. 23, 822; sp. D., wie Qu. Sm. 6, 543.