[577] περι-θετός (auch 2 Endg. περίϑετος), herumgesetzt, herumgethan, an-, aufgesetzt; bes. falsches Haar, Perücke; ἡδὶ μὲν οὖν κεφαλὴ περίϑετος, ἣν ἐγὼ νύκτωρ φορῶ, Ar. Thesm. 258; Pol. 3, 78, 3; ἡ περιϑετή, sc. κόμη, Polyaen. 5, 42; προκόμια περιϑετά τε λαβεῖν, Ath. XII, 523 a, vgl. X, 415 u. Ael. V. H. 1, 26.