[581] περι-λαμβάνω (s. λαμβάνω), umfangen, umarmen; περιλαβὼν τὸν παῖδα, Xen. An. 7, 4, 10; Rufin. 4 (V, 37); – umgeben, einschließen, περιείλημμαι μόνος, Ar. Plut. 934; – umgeben, umzingeln, fangen; Her. 5, 23. 8, 106; Thuc. 8, 42, – zusammenfassen, ταῖς χερσὶν πέτρας καὶ δρῦς, Plat. Soph. 246 a, τοῠ τείχους χαλκῷ τὸν περίδρομον, Critia. 116 b; μιᾷ ἰδέᾳ, Phaedr. 273 e; τῷ λόγῳ τὸ ὄν, Soph. 249, d; πολλὰ εἴδη ἑνὶ ὀνόματι, 226 e, wie περιειλημμένον ὀνόματι νῠν σχεδὸν ἑνί, Legg. VII, 823 b; oft bei den Folgdn: ἀεὶ μείζω καὶ πλείω περιλαμβάνειν τόπον, Pol. 4, 39, 8; τὸ περιλαμβανόμενον τῇ στρατοπεδείᾳ χωρίον, 9, 20, 3; τάφρῳ καὶ χάρακι τὰς ναῦς, [581] 1, 29, 3, u. öfter; auch περιλαβεῖν τινα ταῖς συνϑήκαις, 5, 67, 12; u. περιειλῆφϑαι ἀργυραῖς λεπίσι, bedeckt, belegt damit, 10, 27, 10; übertr., τοῖς καιροῖς περιληφϑέντες, durch die Umstände gezwungen, 6, 58, 6; δεῖξαι, ὅσα ἐν αὐτῇ τερπνὰ περιλαβοῦσα ἔχει, Luc. de salt. 34.