[585] περι-ουσία, ἡ, das, was übrig ist, bleibt, Ueberfluß, Ar. Nubb. 51; bes. Reichthum, Wohlstand, περιουσίας ἔχειν χρημάτων, Thuc. 1, 7. 2, 13 u. oft; Ggstz ἔνδεια, Plat. Gorg. 487 e; ἀπὸ παντὸς περιουσίαν ποιούμενος, sich bereichernd, Rep. VIII, 554 a; ἐκ περιουσίας ἀλλήλων ἀποπειρώμενοι, zum Ueberfluß, ohne Noth, zum Zeitvertreib, Theaet. 154 d; vgl. Dem. 18, 3; περιουσίας χάριν, Pol. 4, 21, 1; ἐν τοιαύτῃ περιουσίᾳ τῶν ἐπιτηδείων ἦσαν, 3, 90, 7; auch πρὸς περιουσίαν dem πρὸς τὰς ἀναγκαίας τοῦ βίου χρείας entgegengesetzt, 4, 38, 4; vgl. τοὺς μὴ ἔκ τινος περιουσίας ζῶντας, Ath. IV, 168; a. Sp.