περι-πιτνέω

[587] περι-πιτνέω (s. π ιτνέω), = περιπίπτω, κακόν με καρδίαν τι περιπιτνεῖ κρύος, Aesch. Spt. 816.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 587.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: