[591] περι-σκελής, ές, ringsum sehr dürr, hart, spröde; τὸν ἐγκρατέστατον σίδηρον ὀπτὸν ἐκ πυρὸς περισκελῆ ϑραυσϑέντα καὶ ῥαγέντα πλεῖστ' ἂν εἰςίδοις, Soph. Ant. 471; καύματα, Ath., Theophr. – Uebtr. sehr hartnäckig, eigensinnig, φρένες, Soph. Ai. 635, wo Lob. zu vgl.; unbarmherzig, περισκελῶς φέρειν, aegre ferre, Menand.