[611] πηρόω, lähmen, verletzen, verstümmeln; κἄν τι πηρώσω γέ σοι τὸν παῖδα τύπτων, Ar. Ran. 622; τὴν ἐρωτικήν μοι τέχνην μήτε ἀφέλῃ μήτε πηρώσῃς δι' ὀργήν, Plat. Phaedr. 257 a; bes. an den Gliedern od. Sinnenwerkzeugen verletzen, blenden u. dgl., τὸ σκέλος πεπηρωμένος, Dem. 18, 67, wie γυῖα πηρωϑείς Jac. A. H. p. 147; τὸν βλέποντα ὑπὸ τοῦ πεπηρωμένο υ ὁδηγεῖσϑαι, S. Emp. adv. math. 32; auch übertr., πεπηρωμένος πρὸς ἀρετήν, Arist. eth. Nic. 1, 9, 4; πεπήρωται πρὸς γνῶσιν, S. Emp. adv. log. 1, 55.