[630] πλέος, ion. πλεῖος, aber auch πλέος, Her. 1, 178. 194, att. πλέως, πλέα, πλέων, voll, angefüllt, τινός, wie δυςμενέων ἀνδρῶν πλεῖος δόμ ος, Od. 4, 319; σὸν δὲ πλεῖον δέπας αἰεί, ll. 4. 262; εἰδώλων. δὲ πλέον πρόϑυρον, Ol 20, 855, πλεῖαί [630] τοι χαλκοῦ κλισίαι, Il. 2, 226; νηλὴς σὺ καὶ ϑράσους πλέως, Aesch. Prom. 42; φρονήματος πλέως ὁ μῦϑός ἐστιν, ib. 955; φόβου πλέα τις εἶ, ib. 689; πάντα φόβου πλέα, Pers. 595; φῠναι τὸν ἄνδρα πάντ' ἐπιστήμης πλέω, Soph. Ant. 717, aber Ai. 1129 haben die mss. übereinstimmend ἄνδρα μωρίας πλέων; plur. οἱ πλέῳ, 1091; ἀναιδείας πλέαν, El. 597; ἐν πόλει ψόφου πλέᾳ, Eur. Ion 601; πόϑου πλέως, Bacch. 456; u. in Prosa: τινός, Her. 1, 178. 194; Ἀχιλλεὺς τοσαύτης ἦν υαραχῆς πλέως, Plat. Rep. III, 391 c; ϑεῶν εἶναι πάντα πλέα, Epin. 991 d, Folgde. – Von der Zeit sagt Hes. Th. 636 δέκα πλείους ἐνιαυτούς, zehn volle Jahre, wie πλέῳ ἤματι, O. 794. – Compar. πλειότερος, Od. 11, 359, wie Nic. Th. 119 Arat. 644.