[630] πλεον-εκτικός, ή, όν, zum πλεονέκτης gehörig, ihm eigen, in seiner Art, zur πλεονεξία geneigt, Isocr. 12, 243; im a dv., Plat. Phaed. 91 b, vgl. πλεονεκτικῶς ἔχειν πρός τινα, Dem. 24, 168, u. öfter; πλεονεκτικὸν καὶ ϑηριώδη ζῆν βίον, Pol. 4, 3, 1; πλεονεκτικώτατος, 6, 48, 8.