[663] πολυ-θρύλλητος, od. richtiger πολυϑρύλητος, viel besprochen, sehr gefeiert, berühmt; Plat. Phaed. 100 b Rep. VIII, 566 b; ἡ πολυϑρύλητος ἀρετή, Luc. Icarom. 30 u. öfter; φαντασία, Ruf. 37 (V, 27).