[674] πολυ-τέλεια, ἡ, großer Aufwand; Thuc. 6, 12; ἐσϑῆτος, Xen. Lac. 7, 3; καὶ τρυφή, Mem. 1, 6, 10; ion. πολυτεληΐη, Her. 2, 87; τοῠ βίου, Luxus, Pol. 13, 1, 1; ἡ περὶ τοὺς βίους, 6, 57, 6.