[664] πολύ-καρπος, mit od. von vielen Früchten, fruchtbar; ἀλωή, Od. 7, 122. 24, 221; χϑονὸς πολυκαρποτάτας, Pind. P. 9, 7; τὸν πολύκαρπον οἰνάνϑας βότρυν, Eur. Phoen. 238; Φρύγες πολυκαρπότατοι, Her. 5, 49; πολυκαρπότερον σπέρμα, Plat. Tim. 86 c; Sp., wie Plut.