πολῑτεύω

[657] πολῑτεύω, ein πολίτης, Bürger sein, u. als solcher an der Verwaltung des Staates theilnehmen, Xen. An. 3, 2, 26 Hell. 1, 5, 19; ἐλευϑέρως πολιτεύομεν, wir sind freie Bürger, Thuc. 2, 37, vgl. 4, 130; κατ' ὀλιγαρχίαν, 1, 19. 3, 62; κατὰ νόμους im Ggstz von πᾶν ποιεῖν τὸ προςταττόμενον, Pol. 4, 76, 2. – Pass. verwaltet, regiert werden, ἡ ἄριστα πολιτευομένη πόλις, Plat. Rep. V, 462 d; IV, 427 a; τούτων πόλις ἄμοιρος γενομένη πολιτευϑῆναι δύναιτ' ἂν καλῶς, Legg. III, 693 e; auch von Menschen, τοῖς εὖ πολιτευομένοις διὰ νόμων ὀρϑῶν, XII, 950 a; πολιτεύεσϑαι ἄλλως πως, eine andere Staatsverfassung haben, Xen. Cyr. 1, 1, 1; ἄνευ ὁμονοίας οὔτ' ἂν πόλις εὖ πολιτευϑείη, οὔτ' οἶκος καλῶς οἰκηϑείη, Mem. 4, 4, 16; τὰ αὐτῷ πεπολιτευμένα, Din. 1, 46; πεπολίτευται κατὰ τοῦ δήμου, 101; αἱ τῶν πεπολιτευμένων αὐτοῖς εὐϑῦναι, Dem. 1, 28. – Aber ξένους τοὺς ἐπὶ Γέλωνος πολιτευϑέντας ist = zu Bürgern gemacht, D. Sic. 11, 72. – Am gewöhnlichsten med. mit aor. pass.; Bürger sein, ἐν ᾗ νῦν πολιτευόμεϑα, Plat. Menex. 238 c, vgl. Gorg. 513 b; Andoc. 2, 2; πολιτεύεσϑαι παρὰ Καρχηδονίοις, Pol. 7, 2, 4; den Staat verwalten, Thuc. 2, 15; ἀσφαλῶς ἐπολιτεύϑην, 6, 92; ἐπολιτεύεσϑ' ἂν ἅπαντα, Ar. Lys. 573; παρανόμως πολιτευϑῆναι, Lys. 26, 5; σωφρόνως πολιτευϑέντες, Aesch. 2, 176; ἃ καὶ πεποίηκα καὶ πεπολίτευμαι, Dem. 18, 4; ὑπὲρ τῶν ἐχϑρῶν πεπολίτευσαι πάντα, 265; ὅσοι τὰ παραπλήσια τούτοις πολιτεύονται καὶ πράττουσι, Pol. 17, 13, 11. Dah. οἱ πολιτευό-μενοι = die Staatsmänner, 27, 11, 1 u. sonst; im Ggstz von ἰδιωτεύοντες, Aesch. 1, 195; bes. Staatsredner, Dem. 24, 157.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 657.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: